τύχ'

τύχ'
τύκαι , τύκη
fem nom/voc pl
τύκᾱͅ , τύκη
fem dat sg (doric aeolic)
τύκε , τύκος
instrument for working stone
masc voc sg
τύχαι , τύχη
act
fem nom/voc pl
τύχᾱͅ , τύχη
act
fem dat sg (doric aeolic)
τύχε , τύχος
instrument for working stone
masc voc sg
τύχε , τυγχάνω
happen to be at
aor imperat act 2nd sg
τύχε , τυγχάνω
happen to be at
aor ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τύχ' — Τύχαι , Τύχη act fem nom/voc pl Τύχᾱͅ , Τύχη act fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμένος — η, ο παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τού παθ. παρακμ. μένος (πρβλ. λυ μένος, πλυ μένος) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. πότ ισ α: ποτ ισ μένος, τά ϊσ α: τα ϊσ μένος). Χρησιμοποιήθηκε αναλογικά και στη μτχ. τού παθ. παρακμ. και άλλων ρ …   Dictionary of Greek

  • επιτυχής — ές (AM ἐπιτυχής) 1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ. β. «επιτυχείς αγώνες») 2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β …   Dictionary of Greek

  • εύτυκτο — εὔτυκτος, ον (Α) 1. με τέχνη κατασκευασμένος, επεξεργασμένος καλά («εὔτυκτος κυνέη», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «εὔτυκτον ποιοῡμαί τι» παρασκευάζω κάτι, ετοιμάζω για φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τυκτός «ολοκληρωμένος» (< θ. τυχ τού ρ. τεύχω «κατασκευάζω») …   Dictionary of Greek

  • κατωτυχής — κατωτυχής, ές (Μ) το ουδ. ως ουσ. τὸ κατωτυχές το κατώτερο κοινωνικό στρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + τυχής (< τύχη ή < θ. τυχ τού ρ. τυγχάνω, πρβλ. αόρ. ἔ τυχ ον), πρβλ. δυσ τυχής ευ τυχής] …   Dictionary of Greek

  • τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… …   Dictionary of Greek

  • τυχαίνω — Ν βλ. τυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τού αορ. β ἔ τυχ ον τού τυγχάνω* + κατάλ. αίνω (πρβλ. λαβαίνω, τυχαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • CAPUT Coronatum — magnâ semper auctoritate fuit. Ut enim de sacrificantibus et maioribus Magistratibus, hîc nil dicam; illi, qui in contionem olim prodibant dicturi, non nisi coronati conspiciebantur, auctoritatis ergo irrefragabilis. Unde Aristides, ubi Rhodios… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τυχίος — ὁ, Α (συν. ως κύριο όν.) αυτός που κατασκευάζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τών τυγχάνω* / τεύχω* + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

  • Τύχων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος της Αμαθούντας της Κύπρου και διακρίθηκε για την αρετή του. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. * * * ωνος, ὁ, Α 1. προσωνυμία τού Ερμού 2. προσωνυμία τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”