Τύχ' — Τύχαι , Τύχη act fem nom/voc pl Τύχᾱͅ , Τύχη act fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισμένος — η, ο παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τού παθ. παρακμ. μένος (πρβλ. λυ μένος, πλυ μένος) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. πότ ισ α: ποτ ισ μένος, τά ϊσ α: τα ϊσ μένος). Χρησιμοποιήθηκε αναλογικά και στη μτχ. τού παθ. παρακμ. και άλλων ρ … Dictionary of Greek
επιτυχής — ές (AM ἐπιτυχής) 1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ. β. «επιτυχείς αγώνες») 2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β … Dictionary of Greek
εύτυκτο — εὔτυκτος, ον (Α) 1. με τέχνη κατασκευασμένος, επεξεργασμένος καλά («εὔτυκτος κυνέη», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «εὔτυκτον ποιοῡμαί τι» παρασκευάζω κάτι, ετοιμάζω για φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τυκτός «ολοκληρωμένος» (< θ. τυχ τού ρ. τεύχω «κατασκευάζω») … Dictionary of Greek
κατωτυχής — κατωτυχής, ές (Μ) το ουδ. ως ουσ. τὸ κατωτυχές το κατώτερο κοινωνικό στρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + τυχής (< τύχη ή < θ. τυχ τού ρ. τυγχάνω, πρβλ. αόρ. ἔ τυχ ον), πρβλ. δυσ τυχής ευ τυχής] … Dictionary of Greek
τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… … Dictionary of Greek
τυχαίνω — Ν βλ. τυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τού αορ. β ἔ τυχ ον τού τυγχάνω* + κατάλ. αίνω (πρβλ. λαβαίνω, τυχαίνω)] … Dictionary of Greek
CAPUT Coronatum — magnâ semper auctoritate fuit. Ut enim de sacrificantibus et maioribus Magistratibus, hîc nil dicam; illi, qui in contionem olim prodibant dicturi, non nisi coronati conspiciebantur, auctoritatis ergo irrefragabilis. Unde Aristides, ubi Rhodios… … Hofmann J. Lexicon universale
Τυχίος — ὁ, Α (συν. ως κύριο όν.) αυτός που κατασκευάζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τών τυγχάνω* / τεύχω* + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek
Τύχων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος της Αμαθούντας της Κύπρου και διακρίθηκε για την αρετή του. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. * * * ωνος, ὁ, Α 1. προσωνυμία τού Ερμού 2. προσωνυμία τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τού … Dictionary of Greek